επικύπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- κάνω επίκυψη
- (μεταφορικά) "πέφτω πάνω από πρόβλημα" προσπαθώντας ενεργά να το επιλύσω
- (μεταφορικά) ρίχνω όλες τις δυνάμεις μου ή εστιάζω την προσοχή μου πάνω σε
- σκύβω, σκύβω με επίκυψη
- (αεροπορικός όρος) για αεροπλάνο που με απότομο ελιγμό στοχεύει εχθρό που βρίσκεται από κάτω