επίκυψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίκυψη | οι | επικύψεις |
γενική | της | επίκυψης* | των | επικύψεων |
αιτιατική | την | επίκυψη | τις | επικύψεις |
κλητική | επίκυψη | επικύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίκυψη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίκυψη θηλυκό
- άσκηση κατά την οποία κάποιος σκύβει βαθιά χωρίς να λυγίσει τα γόνατα και προσπαθεί να αγγίξει το έδαφος με τα δάκτυλα των τεντωμένων χεριών
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίκυψη
|