επικρατήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επικρατήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικρατώ
- θα επικρατήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικρατώ
επικρατήσουν