Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επικεντρωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικεντρώνομαι
  2. θα επικεντρωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικεντρώνομαι