επικεντρωθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επικεντρωθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικεντρώνομαι
- θα επικεντρωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικεντρώνομαι