επιδοκιμάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιδοκιμάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδοκιμάζω
- θα επιδοκιμάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδοκιμάζω