Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιδιώξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδιώκω
  2. θα επιδιώξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδιώκω