επιδιορθώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιδιορθώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδιορθώνω
- θα επιδιορθώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδιορθώνω