Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιδιορθώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδιορθώνω
  2. θα επιδιορθώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδιορθώνω