Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιδιορθώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιδιορθώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδιορθώνω
  3. θα επιδιορθώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδιορθώνω