επιδικάσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιδικάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδικάζω
- θα επιδικάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδικάζω
επιδικάσουν