Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιδαψίλευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επιδαψιλεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επιδαψιλεύω