επευφημήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπευφημήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επευφημώ
- θα επευφημήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επευφημώ
επευφημήσουν