Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επευφημήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επευφημώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επευφημώ
  3. θα επευφημήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επευφημώ