Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επερωτώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

επερωτώ

  1. ερωτώ για δεύτερη φορά ζητώντας περισσότερες διευκρινίσεις ή επειδή η αρχική απάντηση δεν με ικανοποίησε
    • (στο κοινοβούλιο) καταθέτω επερώτηση στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου

  Μεταφράσεις επεξεργασία