Ετυμολογία

επεξεργασία
επερωτώ < λείπει η ετυμολογία

επερωτώ

  1. ερωτώ για δεύτερη φορά ζητώντας περισσότερες διευκρινίσεις ή επειδή η αρχική απάντηση δεν με ικανοποίησε
    • (στο κοινοβούλιο) καταθέτω επερώτηση στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία