Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επαπειλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επαπειλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαπειλώ
  3. θα επαπειλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαπειλώ