Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επανορθώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανορθώνω
  2. θα επανορθώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανορθώνω