Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επανορθώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επανορθώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανορθώνω
  3. θα επανορθώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανορθώνω