επανεξετάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επανεξετάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανεξετάζω
- θα επανεξετάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανεξετάζω