Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανεγγράφω < επαν- + εγγράφω

  Ρήμα επεξεργασία

  • γράφω κάτι νέο σε κασέτα, βιντεοταινία ή επανεγγράψιμο οπτικό δίσκο πάνω από παλιά εγγραφή
  • γράφω σε ξεπλυμένη περγαμηνή που εμπεριείχε κείμενο, συχνά σε διαφορετική γωνία
  • ξαναγράφω