επανασυναρμολογώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανασυναρμολογώ < επί και ανά + συναρμολογώ
Ρήμα επεξεργασία
επανασυναρμολογώ
- (για αντικείμενα) ξαναβάζω στη θέση του εξάρτημα μηχανής ή τμήμα επίπλου, συναρμολογώ εκ νέου
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανασυναρμολογώ
|