Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επαναστατήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναστατώ
  2. θα επαναστατήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναστατώ