επαναστατήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επαναστατήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναστατώ
- θα επαναστατήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναστατώ