Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επαναπαυτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναπαύομαι
  2. θα επαναπαυτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναπαύομαι