επαναπατριστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επαναπατριστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναπατρίζομαι
- θα επαναπατριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναπατρίζομαι