Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επαναπατρίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναπατρίζω
  2. θα επαναπατρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναπατρίζω