Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επαμφοτερίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαμφοτερίζω
  2. θα επαμφοτερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαμφοτερίζω