επαμφοτερίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπαμφοτερίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαμφοτερίζω
- θα επαμφοτερίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαμφοτερίζω