Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επαμφοτερίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επαμφοτερίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαμφοτερίζω
  3. θα επαμφοτερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαμφοτερίζω