επακολουθήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επακολουθήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επακολουθώ
- θα επακολουθήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επακολουθώ
επακολουθήσω