Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επίπλωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επίπλωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επιπλώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επιπλώνω