Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξ αδιαιρέτου → δείτε τις λέξεις εξ και αδιαίρετος

  Έκφραση επεξεργασία

εξ αδιαιρέτου

  • (νομικός όρος) λέγεται η συγκυριότητα του αυτού αντικειμένου από πολλούς δικαιούχους
* "κληρονομιά εξ αδιαιρέτου
* "οικόπεδο εξ αδιαιρέτου
* "συμπλοιοκτησία εξ αδιαιρέτου

  Μεταφράσεις επεξεργασία