Ετυμολογία

επεξεργασία
εξ αδιαιρέτου  δείτε τις λέξεις εξ και αδιαίρετος

εξ αδιαιρέτου

  • (νομικός όρος) λέγεται η συγκυριότητα του αυτού αντικειμένου από πολλούς δικαιούχους
* "κληρονομιά εξ αδιαιρέτου
* "οικόπεδο εξ αδιαιρέτου
* "συμπλοιοκτησία εξ αδιαιρέτου

Μεταφράσεις

επεξεργασία