εξοφλήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξοφλήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξοφλώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοφλώ
- θα εξοφλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοφλώ