εξοπλίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξοπλίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοπλίζω
- θα εξοπλίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοπλίζω
εξοπλίσουμε