Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξοπλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξοπλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοπλίζω
  3. θα εξοπλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοπλίζω