εξοικονομήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξοικονομήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοικονομώ
- θα εξοικονομήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοικονομώ