Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξισορροπήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισορροπώ
  2. θα εξισορροπήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισορροπώ