εξισλαμίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξισλαμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισλαμίζω
- θα εξισλαμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισλαμίζω
εξισλαμίσεις