Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksi.ðɾoˈma.ton/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξιδρωμάτων