Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξιδανικεύσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιδανικεύω
  2. θα εξιδανικεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιδανικεύω