εξημερώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξημερώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξημερώνω
- θα εξημερώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξημερώνω
εξημερώσετε