Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξημερωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξημερώνομαι
  2. θα εξημερωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξημερώνομαι