εξευρωπαΐσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξευρωπαΐσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξευρωπαΐζω
- θα εξευρωπαΐσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξευρωπαΐζω