Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξειδικευτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξειδικεύομαι
  2. θα εξειδικευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξειδικεύομαι