εξασκήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξασκήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξασκώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξασκώ
- θα εξασκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξασκώ