εξαρτηθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξαρτηθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαρτώμαι
- θα εξαρτηθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαρτώμαι
εξαρτηθούμε