εξαργυρώσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξαργυρώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαργυρώνω
- θα εξαργυρώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαργυρώνω