Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξαργυρώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαργυρώνω
  2. θα εξαργυρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαργυρώνω