εξαποστείλετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξαποστείλετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαποστέλλω
- θα εξαποστείλετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαποστέλλω