εξαπλασιάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξαπλασιάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαπλασιάζω
- θα εξαπλασιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαπλασιάζω
εξαπλασιάσεις